- φουχτιά
- η горсть;
μιά φουχτιά αλάτι — горсть соли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μιά φουχτιά αλάτι — горсть соли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουχτιά — φουχτιά, η και χουφτιά, η όσο χωράει μια φούχτα, το περιεχόμενο μιας φούχτας, αδραξιά, χεριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουχτιά — η, Ν βλ. χουφτιά … Dictionary of Greek
χουφτιά — και φουχτιά, η, Ν η ποσότητα που χωράει σε μια χούφτα, σε μια παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χούφτα / φούχτα + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] … Dictionary of Greek
αδραξιά — η άδραγμα, φουχτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλοχεριά — απλοχεριά, η και απλόχερο, το και πλόχερο, το όσο χωράει η παλάμη του χεριού, φουχτιά: Έριξε μερικά απλόχερα καλαμπόκι στις κότες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουχτωσιά — φουχτωσιά, η και χουφτωσιά, η αδραξιά, φουχτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούχτα — φούχτα, η και χούφτα, η 1. η παλάμη του χεριού: Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά (Ι. Γρυπάρης). 2. όσο χωράει η παλάμη (η φούχτα), αδραξιά, φουχτιά, χεριά: Μια φούχτα λίρες. 3. η λαβή σπαθιού και πολλών άλλων οργάνων ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουφτιά — χουφτιά, η και φουχτιά, η όσο χωράει μια χούφτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)